-
1 στηλη
дор. στάλᾱ (τᾱ) ἥ1) столб, свая Hom.Ἡράκλέος στᾶλαι Pind. = Στῆλαι Ἡρακλέους;
σ. ἐξ ὑάλου πεποιημένη Her. — столб, сделанный из стекла ( или прозрачного камня)2) надгробный столб Hom., Thuc., Xen., Plat.στάλαν θέμεν перен. Pind. — воздвигнуть памятник
3) пограничный столб, межевой знак Xen.5) мемориальный столб, стела(Dem.; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her.)
κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους Plat. — согласно начертанным на столбе законам;τὰς ξυνθήκας τὰς περὴ τῶν σπονδῶν ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Thuc. — записать условия мирного договора на каменном столбе6) договор, соглашениеκατὰ τέν στήλην Arph. — согласно договору;
παραβῆναι τὰς στήλας Polyb. — нарушить условия договора7) закон -
2 ἀντί-γραφος
ἀντί-γραφος, eine Abschrift enthaltend, στῆλαι Dem. Lpt. 36; 139 τὰ ἀντίγραφα τῆς στήλης.
-
3 στήλη
A block of stone used as a prop or buttress to a wall,στήλας τε προβλῆτας ἐμόχλεον Il.12.259
; block of rock-crystal, in which the Ethiopian mummies were cased, Hdt.3.24: generally, block or base,κόρη χρυσῆ ἐπὶ στήλης IG12.256.5
;μεταξὺ τοῦ κίονος καὶ τῆς σ. ἐφ' ᾗ ἐστιν ὁ στρατηγὸς ὁ χαλκοῦς And.1.38
, cf. Thphr.Lap.25; σ. ξύλιναι, λέβητε ἀπὸ στηλῶν, IG12.314.130,133.1 gravestone, Il.11.371, 16.457, Od.12.14, Hippon.15, Simon.183;ὥς τε σ. μένει ἔμπεδον, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἑστήκῃ Il.17.434
;ὥς τε στήλην ἀτρέμας ἑσταότα 13.437
;στῆλαι ἀπὸ σημάτων Th.1.93
;οὐ στηλῶν μόνον.. ἐπιγραφή Id.2.43
; ; στάλαν θέμεν Παρίου λίθου λευκοτέραν (metaph. of a poet) Pi.N.4.81.2 monument inscribed with record of victories, dedications, votes of thanks, treaties, laws, decrees, etc., Hdt.2.102, 106, 4.87, Ar.Ach. 727, Th.5.56; στήλη λιθίνη, χαλκῆ, ib.47, IG12.13.18; τί βεβούλευται περὶ τῶν σπονδῶν ἐν τῇ σ. παραγράψαι; Ar.Lys. 513; τὰς θυσίας τὰς ἐκ τῶν κύρβεων καὶ τῶν ς. Lys.30.17, cf. And.1.96, 3.34; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι, whether for honour, as in Hdt.6.14; or for infamy, as in And.1.51, cf. D.9.41, etc. (cf. στηλίτης, στηλιτεύω):—also the record itself, contract, agreement,στήλας ἀναγράψαι Lys.30.21
; κατὰ τὴν ς. according to the agreement, Ar.Av. 1051;σ. αἱ πρὸς Θηβαίους D.16.27
;μάτην ἐν ταῖς σ. ἐστίν Isoc.4.176
;τῆς σ. τὰ ἀντίγραφα D.20.127
; παραβῆναι τὰς ς. Plb.24.8.4.4 boundary-post,στήλας ὁρίσασθαι X.An.7.5.13
; στήλαις διαλαβεῖν τοὺς ὅρους Decr. ap. D.18.154; turning-post at the end of the racecourse, IG12.817, S.El. 720, 744, X.Smp.4.6: henceπερὶ στήλην διαφθείρεσθαι Lys.Fr.1.4
.5 for Στῆλαι Ἡρακλήϊαι, v. Ἡράκλειος, and cf. Str.3.5.5; so σ. Διονύσου mountains in India marking the limits of the progress of Dionysus, D.P.623, cf. 1164. (Written στήλλη in some late Inscrr., CIG3627.1 ([place name] Ilium), 3982.18 ([place name] Philomelium), al.)
См. также в других словарях:
Μουσείο, Αρχαιολογικό Σπάρτης — Το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο που βρίσκεται στο κέντρο της σύγχρονης πόλης. Ο αρχικός πυρήνας του κτιρίου χτίστηκε το 1874, σε σχέδια του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν, και ήταν το πρώτο μουσείο που… … Dictionary of Greek
αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek